- ἀλαλύκτημαι
- ἀλαλύκτημαι (cf. ἀλύω, ἀλύσκω): perf. w. pres. signification, am bewildered, Il. 10.94†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αλαλύκτημαι — ἀλαλύκτημαι (Α) είμαι ταραγμένος ανησυχώ, αδημονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακείμενος τού ρ. ἀλυκτῶ*] … Dictionary of Greek
ἀλαλύκτημαι — to be in anguish perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)